Definify.com
Definition 2024
πέταλο
πέταλο
Greek
Noun
πέταλο • (pétalo) n (plural πέταλα)
Declension
declension of πέταλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πέταλο | πέταλα |
genitive | πετάλου | πετάλων |
accusative | πέταλο | πέταλα |
vocative | πέταλο | πέταλα |
Derived terms
- μια στο καρφί και μια στο πέταλο (mia sto karfí kai mia sto pétalo, “belt and braces”)
- πεταλάκι n (petaláki) (diminutive form)
- πεταλώνω (petalóno)
- πεταλωτής (petalotís)
- τινάζω τα πέταλα (tinázo ta pétala)
- του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο (tou ftochoú to évrima í karfí í pétalo)