Definify.com
Definition 2024
υπεύθυνος
υπεύθυνος
Greek
Adjective
υπεύθυνος • (ypéfthynos) m (feminine υπεύθυνη, neuter υπεύθυνο)
Declension
positive forms of υπεύθυνος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπεύθυνος | υπεύθυνη | υπεύθυνο | υπεύθυνοι | υπεύθυνες | υπεύθυνα |
genitive | υπεύθυνου | υπεύθυνης | υπεύθυνου | υπεύθυνων | υπεύθυνων | υπεύθυνων |
accusative | υπεύθυνο | υπεύθυνη | υπεύθυνο | υπεύθυνους | υπεύθυνες | υπεύθυνα |
vocative | υπεύθυνε | υπεύθυνη | υπεύθυνο | υπεύθυνοι | υπεύθυνες | υπεύθυνα |