Definify.com

Definition 2024


υπερφορτώνομαι

υπερφορτώνομαι

Greek

Verb

υπερφορτώνομαι (yperfortónomai) (simple past υπερφορτώθηκα, active form υπερφορτώνω, passive)

  1. passive of υπερφορτώνω (yperfortóno)

Conjugation