Definify.com
Definition 2024
υπεραλίευση
υπεραλίευση
Greek
Noun
υπεραλίευση • (yperalíefsi) f (uncountable)
Declension
Declension of υπεραλίευση (yperalíefsi)
singular | |
---|---|
nominative | υπεραλίευση |
genitive | υπεραλίευσης |
accusative | υπεραλίευση |
vocative | υπεραλίευση |