Definify.com
Definition 2024
τυποποιημένος
τυποποιημένος
Greek
Adjective
τυποποιημένος • (typopoiiménos) m (feminine τυποποιημένη, neuter τυποποιημένο)
Declension
positive forms of τυποποιημένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τυποποιημένος | τυποποιημένη | τυποποιημένο | τυποποιημένοι | τυποποιημένες | τυποποιημένα |
genitive | τυποποιημένου | τυποποιημένης | τυποποιημένου | τυποποιημένων | τυποποιημένων | τυποποιημένων |
accusative | τυποποιημένο | τυποποιημένη | τυποποιημένο | τυποποιημένους | τυποποιημένες | τυποποιημένα |
vocative | τυποποιημένε | τυποποιημένη | τυποποιημένο | τυποποιημένοι | τυποποιημένες | τυποποιημένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τυποποιημένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τυποποιημένος, etc.) |