Definify.com
Definition 2024
τουρκικός
τουρκικός
See also: τούρκικος
Greek
Alternative forms
- τούρκικος (toúrkikos)
Adjective
τουρκικός • (tourkikós) m (feminine τουρκική, neuter τουρκικό)
- Turkish (of Turkish ethnicity)
Declension
positive forms of τουρκικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τουρκικός | τουρκική | τουρκικό | τουρκικοί | τουρκικές | τουρκικά |
genitive | τουρκικού | τουρκικής | τουρκικού | τουρκικών | τουρκικών | τουρκικών |
accusative | τουρκικό | τουρκική | τουρκικό | τουρκικούς | τουρκικές | τουρκικά |
vocative | τουρκικέ | τουρκική | τουρκικό | τουρκικοί | τουρκικές | τουρκικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τουρκικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τουρκικός, etc.) |
Related terms
- see: Τουρκία f (Tourkía, “Turkey”)