Definify.com
Definition 2024
τοποθετώ
τοποθετώ
Greek
Verb
τοποθετώ • (topothetó) (simple past τοποθέτησα, passive form τοποθετούμαι)
Conjugation
τοποθετώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | τοποθετώ | τοποθετούσα | θα τοποθετώ | να τοποθετώ | |
2s | τοποθετείς | τοποθετούσες | θα τοποθετείς | να τοποθετείς | — |
3s | τοποθετεί | τοποθετούσε | θα τοποθετεί | να τοποθετεί | |
1p | τοποθετούμε | τοποθετούσαμε | θα τοποθετούμε | να τοποθετούμε | |
2p | τοποθετείτε | τοποθετούσατε | θα τοποθετείτε | να τοποθετείτε | τοποθετείτε |
3p | τοποθετούν, τοποθετούνε | τοποθετούσαν, τοποθετούσανε | θα τοποθετούν, θα τοποθετούνε | να τοποθετούν, να τοποθετούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | τοποθετήσω | τοποθέτησα | θα τοποθετήσω | να τοποθετήσω | |
2s | τοποθετήσεις | τοποθέτησες | θα τοποθετήσεις | να τοποθετήσεις | τοποθέτησε |
3s | τοποθετήσει | τοποθέτησε | θα τοποθετήσει | να τοποθετήσει | |
1p | τοποθετήσουμε, τοποθετήσομε | τοποθετήσαμε | θα τοποθετήσουμε, θα τοποθετήσομε | να τοποθετήσουμε, να τοποθετήσομε | |
2p | τοποθετήσετε | τοποθετήσατε | θα τοποθετήσετε | να τοποθετήσετε | τοποθετήστε, τοποθετήσετε |
3p | τοποθετήσουν, τοποθετήσουνε | τοποθέτησαν, τοποθετήσαν, τοποθετήσανε | θα τοποθετήσουν, θα τοποθετήσουνε | να τοποθετήσουν, να τοποθετήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω τοποθετήσει | είχα τοποθετήσει | θα έχω τοποθετήσει | να έχω τοποθετήσει | |
2s | έχεις τοποθετήσει | είχες τοποθετήσει | θα έχεις τοποθετήσει | να έχεις τοποθετήσει | |
3s | έχει τοποθετήσει | είχε τοποθετήσει | θα έχει τοποθετήσει | να έχει τοποθετήσει | |
1p | έχουμε τοποθετήσει | είχαμε τοποθετήσει | θα έχουμε τοποθετήσει | να έχουμε τοποθετήσει | |
2p | έχετε τοποθετήσει | είχατε τοποθετήσει | θα έχετε τοποθετήσει | να έχετε τοποθετήσει | |
3p | έχουν τοποθετήσει | είχαν τοποθετήσει | θα έχουν τοποθετήσει | να έχουν τοποθετήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) τοποθετημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) τοποθετημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) τοποθετημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) τοποθετημένο | ||||
Participle: | τοποθετώντας | Non-finite ‡ | τοποθετήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||
Related terms
- τόπος m (tópos, “place”)