Definify.com

Definition 2024


ταχυδρομικό_κιβώτιο

ταχυδρομικό κιβώτιο

Greek

Noun

ταχυδρομικό κιβώτιο (tachydromikó kivótio) f (plural ταχυδρομικά κιβώτια)

  1. (Cyprus) post office box, PO box, letterbox, mailbox, pillar box (UK)

Declension

see: ταχυδρομικός (tachydromikós) and κιβώτιο (kivótio)

Synonyms