Definify.com
Definition 2024
ταχυδρομική_θυρίδα
ταχυδρομική θυρίδα
Greek
Noun
ταχυδρομική θυρίδα • (tachydromikí thyrída) f (plural ταχυδρομικές θυρίδες)
Declension
- see: ταχυδρομικός (tachydromikós) and θυρίδα (thyrída)
Synonyms
- Τ.Θ. (T.Th.)
- ταχυδρομικό κιβώτιο n (tachydromikó kivótio) (Cyprus)