Definify.com
Definition 2024
σωματικός
σωματικός
Greek
Adjective
σωματικός • (somatikós) m (feminine σωματική, neuter σωματικό)
- physical, bodily, corporal (relating to the body)
- Έφυγα από τη μέση για να προστατέψω τη σωματική ακεραιότητά μου. ― Éfyga apó ti mési gia na prostatépso ti somatikí akeraiótitá mou. ― I got out of the way in order to protect my physical integrity.
- Ο κατάδικος δικάστηκε σε σωματική ποινή. ― O katádikos dikástike se somatikí poiní. ― The convict was sentenced to corporal punishment.
Declension
positive forms of σωματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σωματικός | σωματική | σωματικό | σωματικοί | σωματικές | σωματικά |
genitive | σωματικού | σωματικής | σωματικού | σωματικών | σωματικών | σωματικών |
accusative | σωματικό | σωματική | σωματικό | σωματικούς | σωματικές | σωματικά |
vocative | σωματικέ | σωματική | σωματικό | σωματικοί | σωματικές | σωματικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σωματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σωματικός, etc.) |
Related terms
- σωματικώς (somatikós, “physically, bodily”)
Derived terms
- σωματική ποινή f (somatikí poiní, “corporal punishment”)