Definify.com
Definition 2024
συντρέχω
συντρέχω
Greek
Verb
συντρέχω • (syntrécho) (simple past συνέτρεζα or συνέδραμα)
- (transitive) help, support, aid, assist
- (transitive) contribute
Conjugation
συντρέχω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συντρέχω | συνέτρεχα | θα συντρέχω | να συντρέχω | |
2s | συντρέχεις | συνέτρεχες | θα συντρέχεις | να συντρέχεις | σύντρεχε |
3s | συντρέχει | συνέτρεχε | θα συντρέχει | να συντρέχει | |
1p | συντρέχουμε, συντρέχομε | συντρέχαμε | θα συντρέχουμε, συντρέχομε | να συντρέχουμε, συντρέχομε | |
2p | συντρέχετε | συντρέχατε | θα συντρέχετε | να συντρέχετε | συντρέχετε |
3p | συντρέχουν, συντρέχουνε | συνέτρεχαν, συντρέχαν, συντρέχανε | θα συντρέχουν, συντρέχουνε | να συντρέχουν, συντρέχουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συντρέξω, συνδράμω | συνέτρεξα, συνέδραμα | θα συντρέξω | να συντρέξω | |
2s | συντρέξεις, συνδράμεις | συνέτρεξες, συνέδραμες | θα συντρέξεις | να συντρέξεις | σύντρεξε, σύνδραμε |
3s | συντρέξει, συνδράμει | συνέτρεξε, συνέδραμε | θα συντρέξει | να συντρέξει | |
1p | συντρέξουμε, συντρέξομε, συνδράμουμε, συντρέξομε | συντρέξαμε, συνδράμαμε | θα συντρέξουμε, συντρέξομε | να συντρέξουμε, συντρέξομε | |
2p | συντρέξετε, συνδράμετε | συντρέξατε, συνδράματε | θα συντρέξετε | να συντρέξετε | συντρέξτε, συδράμετε |
3p | συντρέξουν, συντρέξουνε, συνδράμουν, συντρέξουνε | συνέτρεξαν, συντρέξανε, συνέδραμαν, συντρέξανε | θα συντρέξουν, συντρέξουνε | να συντρέξουν, συντρέξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συντρέξει / συνδράμει | είχα συντρέξει / συνδράμει | θα έχω συντρέξει / συνδράμει | να έχω συντρέξει / συνδράμει | |
2s | έχεις συντρέξει / συνδράμει | είχες συντρέξει / συνδράμει | θα έχεις συντρέξει / συνδράμει | να έχεις συντρέξει / συνδράμει | |
3s | έχει συντρέξει / συνδράμει | είχε συντρέξει / συνδράμει | θα έχει συντρέξει / συνδράμει | να έχει συντρέξει / συνδράμει | |
1p | έχουμε συντρέξει / συνδράμει | είχαμε συντρέξει / συνδράμει | θα έχουμε συντρέξει / συνδράμει | να έχουμε συντρέξει / συνδράμει | |
2p | έχετε συντρέξει / συνδράμει | είχατε συντρέξει / συνδράμει | θα έχετε συντρέξει / συνδράμει | να έχετε συντρέξει / συνδράμει | |
3p | έχουν συντρέξει / συνδράμει | είχαν συντρέξει / συνδράμει | θα έχουν συντρέξει / συνδράμει | να έχουν συντρέξει / συνδράμει | |
Participle: | συντρέχοντας | Non-finite ‡ | συντρέξει / συνδράμει | 215, 1g | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||