Definify.com
Definition 2024
συνεχόμενος
συνεχόμενος
Greek
Adjective
συνεχόμενος • (synechómenos) m (feminine συνεχόμενη, neuter συνεχόμενο)
Declension
positive forms of συνεχόμενος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συνεχόμενος | συνεχόμενη | συνεχόμενο | συνεχόμενοι | συνεχόμενες | συνεχόμενα |
genitive | συνεχόμενου | συνεχόμενης | συνεχόμενου | συνεχόμενων | συνεχόμενων | συνεχόμενων |
accusative | συνεχόμενο | συνεχόμενη | συνεχόμενο | συνεχόμενους | συνεχόμενες | συνεχόμενα |
vocative | συνεχόμενε | συνεχόμενη | συνεχόμενο | συνεχόμενοι | συνεχόμενες | συνεχόμενα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνεχόμενος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνεχόμενος, etc.) |