Definify.com
Definition 2024
συνδυάζω
συνδυάζω
Greek
Verb
συνδυάζω • (syndyázo) (simple past συνδύασα, passive form συνδυάζομαι)
Conjugation
συνδυάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συνδυάζω | συνδύαζα | θα συνδυάζω | να συνδυάζω | |
2s | συνδυάζεις | συνδύαζες | θα συνδυάζεις | να συνδυάζεις | συνδύαζε |
3s | συνδυάζει | συνδύαζε | θα συνδυάζει | να συνδυάζει | |
1p | συνδυάζουμε, συνδυάζομε | συνδυάζαμε | θα συνδυάζουμε, συνδυάζομε | να συνδυάζουμε, συνδυάζομε | |
2p | συνδυάζετε | συνδυάζατε | θα συνδυάζετε | να συνδυάζετε | συνδυάζετε |
3p | συνδυάζουν, συνδυάζουνε | συνδύαζαν, συνδυάζαν, συνδυάζανε | θα συνδυάζουν, συνδυάζουνε | να συνδυάζουν, συνδυάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συνδυάσω | συνδύασα | θα συνδυάσω | να συνδυάσω | |
2s | συνδυάσεις | συνδύασες | θα συνδυάσεις | να συνδυάσεις | συνδύασε |
3s | συνδυάσει | συνδύασε | θα συνδυάσει | να συνδυάσει | |
1p | συνδυάσουμε, συνδυάσομε | συνδυάσαμε | θα συνδυάσουμε, συνδυάσομε | να συνδυάσουμε, συνδυάσομε | |
2p | συνδυάσετε | συνδυάσατε | θα συνδυάσετε | να συνδυάσετε | συνδυάστε |
3p | συνδυάσουν, συνδυάσουνε | συνδύασαν, συνδυάσαν, συνδυάσανε | θα συνδυάσουν, συνδυάσουνε | να συνδυάσουν, συνδυάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συνδυάσει | είχα συνδυάσει | θα έχω συνδυάσει | να έχω συνδυάσει | |
2s | έχεις συνδυάσει | είχες συνδυάσει | θα έχεις συνδυάσει | να έχεις συνδυάσει | έχε συνδυασμένο |
3s | έχει συνδυάσει | είχε συνδυάσει | θα έχει συνδυάσει | να έχει συνδυάσει | |
1p | έχουμε συνδυάσει | είχαμε συνδυάσει | θα έχουμε συνδυάσει | να έχουμε συνδυάσει | |
2p | έχετε συνδυάσει | είχατε συνδυάσει | θα έχετε συνδυάσει | να έχετε συνδυάσει | έχετε συνδυασμένο |
3p | έχουν συνδυάσει | είχαν συνδυάσει | θα έχουν συνδυάσει | να έχουν συνδυάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συνδυασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συνδυασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συνδυασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συνδυασμένο | ||||
Participle: | συνδυάζοντας | Non-finite ‡ | συνδυάσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||