Definify.com
Definition 2024
συμφιλίωση
συμφιλίωση
Greek
Noun
συμφιλίωση • (symfilíosi) f (plural συμφιλιώσεις)
Declension
Declension of συμφιλίωση (symfilíosi)
singular | |
---|---|
nominative | συμφιλίωση |
genitive | συμφιλίωσης / συμφιλίωσεως |
accusative | συμφιλίωση |
vocative | συμφιλίωση |