Definify.com
Definition 2024
συγκεκριμένος
συγκεκριμένος
Greek
Adjective
συγκεκριμένος • (synkekriménos) m (feminine συγκεκριμένη, neuter συγκεκριμένο)
Declension
positive forms of συγκεκριμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συγκεκριμένος | συγκεκριμένη | συγκεκριμένο | συγκεκριμένοι | συγκεκριμένες | συγκεκριμένα |
genitive | συγκεκριμένου | συγκεκριμένης | συγκεκριμένου | συγκεκριμένων | συγκεκριμένων | συγκεκριμένων |
accusative | συγκεκριμένο | συγκεκριμένη | συγκεκριμένο | συγκεκριμένους | συγκεκριμένες | συγκεκριμένα |
vocative | συγκεκριμένε | συγκεκριμένη | συγκεκριμένο | συγκεκριμένοι | συγκεκριμένες | συγκεκριμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συγκεκριμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συγκεκριμένος, etc.) |
Synonyms
- απτός (aptós)
- χειροπιαστός (cheiropiastós)
Antonyms
- (abstract): αφηρημένος (afiriménos)
- (specific): αόριστος (aóristos)