Definify.com

Definition 2024


στιγμή

στιγμή

Greek

Noun

στιγμή (stigmí) f (plural στιγμές)

  1. (time) moment, instant, jiffy
    περιμένετε μια στιγμήperiménete mia stigmí ― wait a moment
  2. (typography) point (unit)
  3. (typography, linguistics) full stop

Declension

Related terms

  • μονοστιγμίς (monostigmís, instantaneously, in one moment)
  • στιγμιαίος (stigmiaíos, instantaneous)
  • στιγμιότυπο n (stigmiótypo, still, snapshot)
  • στιγμόμετρο n (stigmómetro, points ruler, typographic ruler)
  • υποστιγμή f (ypostigmí, comma)