Definify.com
Definition 2024
στιγμή
στιγμή
Greek
Noun
στιγμή • (stigmí) f (plural στιγμές)
- (time) moment, instant, jiffy
- περιμένετε μια στιγμή ― periménete mia stigmí ― wait a moment
- (typography) point (unit)
- (typography, linguistics) full stop
Declension
declension of στιγμή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στιγμή | στιγμές |
genitive | στιγμής | στιγμών |
accusative | στιγμή | στιγμές |
vocative | στιγμή | στιγμές |
Related terms
- μονοστιγμίς (monostigmís, “instantaneously, in one moment”)
- στιγμιαίος (stigmiaíos, “instantaneous”)
- στιγμιότυπο n (stigmiótypo, “still, snapshot”)
- στιγμόμετρο n (stigmómetro, “points ruler, typographic ruler”)
- υποστιγμή f (ypostigmí, “comma”)