Definify.com
Definition 2024
στηθοσκόπηση
στηθοσκόπηση
Greek
Noun
στηθοσκόπηση • (stithoskópisi) f (uncountable)
Declension
Declension of στηθοσκόπηση (stithoskópisi)
singular | |
---|---|
nominative | στηθοσκόπηση |
genitive | στηθοσκόπησης / στηθοσκοπήσεως |
accusative | στηθοσκόπηση |
vocative | στηθοσκόπηση |
Related terms
- στηθοσκόπιο n (stithoskópio, “stethoscope”)