Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
στερνά
στερνά
See also:
στέρνα
and
στέρνο
Greek
Noun
στερνά
•
(
sterná
)
n
pl
old age
Declension
στερνά
plural
nominative
στερνά
genitive
στερνών
accusative
στερνά
vocative
στερνά
Synonyms
γεράματα
n
pl
(
gerámata
)
Similar Results