Definify.com
Definition 2024
στατιστικών
στατιστικών
Greek
Adjective
στατιστικών • (statistikón)
Noun
στατιστικών • (statistikón) f
- Genitive plural form of στατιστική (statistikí).
στατιστικών • (statistikón)
στατιστικών • (statistikón) f