Definify.com

Definition 2024


στατιστική

στατιστική

Greek

Noun

στατιστική (statistikí) f (plural στατιστικές)

  1. (statistics, mathematics) statistics

Declension

Related terms

Adjective

στατιστική (statistikí)

  1. Nominative, accusative and vocative feminine singular form of στατιστικός (statistikós).