Definify.com
Definition 2024
σοσιαλιστικός
σοσιαλιστικός
Greek
Adjective
σοσιαλιστικός • (sosialistikós) m (feminine σοσιαλιστική, neuter σοσιαλιστικό)
- (politics) socialist, socialistic
Declension
positive forms of σοσιαλιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σοσιαλιστικός | σοσιαλιστική | σοσιαλιστικό | σοσιαλιστικοί | σοσιαλιστικές | σοσιαλιστικά |
genitive | σοσιαλιστικού | σοσιαλιστικής | σοσιαλιστικού | σοσιαλιστικών | σοσιαλιστικών | σοσιαλιστικών |
accusative | σοσιαλιστικό | σοσιαλιστική | σοσιαλιστικό | σοσιαλιστικούς | σοσιαλιστικές | σοσιαλιστικά |
vocative | σοσιαλιστικέ | σοσιαλιστική | σοσιαλιστικό | σοσιαλιστικοί | σοσιαλιστικές | σοσιαλιστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σοσιαλιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σοσιαλιστικός, etc.) |
Related terms
- Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα n (Panellínio Sosialistikó Kínima, “Panhellenic Socialist Movement”)
- ΠΑ.ΣΟ.Κ n (PA.SO.K, “PASOK”)
- and see: σοσιαλισμός m (sosialismós, “socialism”)