Definify.com
Definition 2024
σκυλίσιος
σκυλίσιος
Greek
Adjective
σκυλίσιος • (skylísios) m (feminine σκυλίσια, neuter σκυλίσιο)
Declension
positive forms of σκυλίσιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σκυλίσιος | σκυλίσια | σκυλίσιο | σκυλίσιοι | σκυλίσιες | σκυλίσια |
genitive | σκυλίσιου | σκυλίσιας | σκυλίσιου | σκυλίσιων | σκυλίσιων | σκυλίσιων |
accusative | σκυλίσιο | σκυλίσια | σκυλίσιο | σκυλίσιους | σκυλίσιες | σκυλίσια |
vocative | σκυλίσιε | σκυλίσια | σκυλίσιο | σκυλίσιοι | σκυλίσιες | σκυλίσια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκυλίσιος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκυλίσιος, etc.) |
Related terms
- σκυλίσια ζωή f (skylísia zoí, “dog's life”)