Definify.com
Definition 2024
Σαββατοκύριακο
Σαββατοκύριακο
See also: σαββατοκύριακο
Greek
Noun
Σαββατοκύριακο • (Savvatokýriako) n (plural Σαββατοκύριακα)
- Alternative letter-case form of σαββατοκύριακο (savvatokýriako)
Declension
declension of Σαββατοκύριακο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Σαββατοκύριακο | Σαββατοκύριακα |
genitive | Σαββατοκύριακου | Σαββατοκύριακων |
accusative | Σαββατοκύριακο | Σαββατοκύριακα |
vocative | Σαββατοκύριακο | Σαββατοκύριακα |
σαββατοκύριακο
σαββατοκύριακο
See also: Σαββατοκύριακο
Greek
Alternative forms
- Σαββατοκύριακο (Savvatokýriako)
Noun
σαββατοκύριακο • (savvatokýriako) n (plural σαββατοκύριακα)
Declension
declension of σαββατοκύριακο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαββατοκύριακο | σαββατοκύριακα |
genitive | σαββατοκύριακου | σαββατοκύριακων |
accusative | σαββατοκύριακο | σαββατοκύριακα |
vocative | σαββατοκύριακο | σαββατοκύριακα |
Coordinate terms
Synonyms
- (colloquial) σουκου n (soukou)
- (abbreviation) σαβ/κο n (sav/ko)