Definify.com
Definition 2024
πυροβολικό
πυροβολικό
Greek
Noun
πυροβολικό • (pyrovolikó) n (uncountable)
Declension
Declension of πυροβολικό (pyrovolikó)
singular | |
---|---|
nominative | πυροβολικό |
genitive | πυροβολικού |
accusative | πυροβολικό |
vocative | πυροβολικό |
Related terms
- see: πυροβολώ (pyrovoló, “to fire, to shoot”)
External links
- Πυροβολικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el