Definify.com
Definition 2024
πτηνοτροφία
πτηνοτροφία
Greek
Noun
πτηνοτροφία • (ptinotrofía) f (uncountable)
Declension
Declension of πτηνοτροφία (ptinotrofía)
singular | |
---|---|
nominative | πτηνοτροφία |
genitive | πτηνοτροφίας |
accusative | πτηνοτροφία |
vocative | πτηνοτροφία |
See also
- ορνιθολογία f (ornithología, “ornithology”)
- πτηνοτρόφος m (ptinotrófos, “aviculturist”)