Definify.com
Definition 2024
προσπαθώ
προσπαθώ
Greek
Verb
προσπαθώ • (prospathó) (simple past προσπάθησα)
Conjugation
προσπαθώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προσπαθώ | προσπαθούσα | θα προσπαθώ | να προσπαθώ | |
2s | προσπαθείς | προσπαθούσες | θα προσπαθείς | να προσπαθείς | — |
3s | προσπαθεί | προσπαθούσε | θα προσπαθεί | να προσπαθεί | |
1p | προσπαθούμε | προσπαθούσαμε | θα προσπαθούμε | να προσπαθούμε | |
2p | προσπαθείτε | προσπαθούσατε | θα προσπαθείτε | να προσπαθείτε | προσπαθείτε |
3p | προσπαθούν, προσπαθούνε | προσπαθούσαν, προσπαθούσανε | θα προσπαθούν, θα προσπαθούνε | να προσπαθούν, να προσπαθούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προσπαθήσω | προσπάθησα | θα προσπαθήσω | να προσπαθήσω | |
2s | προσπαθήσεις | προσπάθησες | θα προσπαθήσεις | να προσπαθήσεις | προσπάθησε |
3s | προσπαθήσει | προσπάθησε | θα προσπαθήσει | να προσπαθήσει | |
1p | προσπαθήσουμε, προσπαθήσομε | προσπαθήσαμε | θα προσπαθήσουμε, θα προσπαθήσομε | να προσπαθήσουμε, να προσπαθήσομε | |
2p | προσπαθήσετε | προσπαθήσατε | θα προσπαθήσετε | να προσπαθήσετε | προσπαθήστε, προσπαθήσετε |
3p | προσπαθήσουν, προσπαθήσουνε | προσπάθησαν, προσπαθήσαν, προσπαθήσανε | θα προσπαθήσουν, θα προσπαθήσουνε | να προσπαθήσουν, να προσπαθήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προσπαθήσει | είχα προσπαθήσει | θα έχω προσπαθήσει | να έχω προσπαθήσει | |
2s | έχεις προσπαθήσει | είχες προσπαθήσει | θα έχεις προσπαθήσει | να έχεις προσπαθήσει | |
3s | έχει προσπαθήσει | είχε προσπαθήσει | θα έχει προσπαθήσει | να έχει προσπαθήσει | |
1p | έχουμε προσπαθήσει | είχαμε προσπαθήσει | θα έχουμε προσπαθήσει | να έχουμε προσπαθήσει | |
2p | έχετε προσπαθήσει | είχατε προσπαθήσει | θα έχετε προσπαθήσει | να έχετε προσπαθήσει | |
3p | έχουν προσπαθήσει | είχαν προσπαθήσει | θα έχουν προσπαθήσει | να έχουν προσπαθήσει | |
Participle: | προσπαθώντας | Non-finite ‡ | προσπαθήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- προσπάθεια f (prospátheia, “attempt”)