Definify.com
Definition 2024
προγευματίζω
προγευματίζω
Greek
Verb
προγευματίζω • (progevmatízo) (simple past προγευμάτισα)
Conjugation
προγευματίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | προγευματίζω | προγευμάτιζα | θα προγευματίζω | να προγευματίζω | |
2s | προγευματίζεις | προγευμάτιζες | θα προγευματίζεις | να προγευματίζεις | προγευμάτιζε |
3s | προγευματίζει | προγευμάτιζε | θα προγευματίζει | να προγευματίζει | |
1p | προγευματίζουμε, προγευματίζομε | προγευματίζαμε | θα προγευματίζουμε, προγευματίζομε | να προγευματίζουμε, προγευματίζομε | |
2p | προγευματίζετε | προγευματίζατε | θα προγευματίζετε | να προγευματίζετε | προγευματίζετε |
3p | προγευματίζουν, προγευματίζουνε | προγευμάτιζαν, προγευματίζαν, προγευματίζανε | θα προγευματίζουν, προγευματίζουνε | να προγευματίζουν, προγευματίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | προγευματίσω | προγευμάτισα | θα προγευματίσω | να προγευματίσω | |
2s | προγευματίσεις | προγευμάτισες | θα προγευματίσεις | να προγευματίσεις | προγευμάτισε |
3s | προγευματίσει | προγευμάτισε | θα προγευματίσει | να προγευματίσει | |
1p | προγευματίσουμε, προγευματίσομε | προγευματίσαμε | θα προγευματίσουμε, προγευματίσομε | να προγευματίσουμε, προγευματίσομε | |
2p | προγευματίσετε | προγευματίσατε | θα προγευματίσετε | να προγευματίσετε | προγευματίστε |
3p | προγευματίσουν, προγευματίσουνε | προγευμάτισαν, προγευματίσαν, προγευματίσανε | θα προγευματίσουν, προγευματίσουνε | να προγευματίσουν, προγευματίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω προγευματίσει | είχα προγευματίσει | θα έχω προγευματίσει | να έχω προγευματίσει | |
2s | έχεις προγευματίσει | είχες προγευματίσει | θα έχεις προγευματίσει | να έχεις προγευματίσει | |
3s | έχει προγευματίσει | είχε προγευματίσει | θα έχει προγευματίσει | να έχει προγευματίσει | |
1p | έχουμε προγευματίσει | είχαμε προγευματίσει | θα έχουμε προγευματίσει | να έχουμε προγευματίσει | |
2p | έχετε προγευματίσει | είχατε προγευματίσει | θα έχετε προγευματίσει | να έχετε προγευματίσει | |
3p | έχουν προγευματίσει | είχαν προγευματίσει | θα έχουν προγευματίσει | να έχουν προγευματίσει | |
Participle: | προγευματίζοντας | Non-finite ‡ | προγευματίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- πρόγευμα n (prógevma, “breakfast”)