Definify.com
Definition 2024
προαγωγός
προαγωγός
Greek
Noun
προαγωγός • (proagogós) m (plural προαγωγοί)
Declension
declension of προαγωγός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προαγωγός | προαγωγοί |
genitive | προαγωγού | προαγωγών |
accusative | προαγωγό | προαγωγούς |
vocative | προαγωγέ | προαγωγοί |