Definify.com
Definition 2024
μαστροπός
μαστροπός
Greek
Alternative forms
- μαστρωπός m (mastropós)
Noun
μαστροπός • (mastropós) m (plural μαστροποί)
- pimp (prostitution)
Declension
declension of μαστροπός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαστροπός | μαστροποί |
genitive | μαστροπού | μαστροπών |
accusative | μαστροπό | μαστροπούς |
vocative | μαστροπέ | μαστροποί |