Definify.com
Definition 2024
πολύ
πολύ
Ancient Greek
Adjective
πολύ • (polú)
- nominative and accusative and vocative singular neuter of πολύς (polús)
Adverb
πολύ • (polú)
Greek
Etymology
From Ancient Greek πολύ (polú).
Pronunciation
- Rhymes: -ί
Adjective
πολύ • (polý)
- Accusative masculine singular form of πολύς (polýs).
- Nominative neuter singular form of πολύς (polýs).
- Accusative neuter singular form of πολύς (polýs).
Adverb
πολύ • (polý)
- very, too, long
- Η Ελένη είναι πολύ χαρούμενη.
- I Eléni eínai polý charoúmeni.
- Eleni is very happy.
- Ο καφές είναι πολύ γλυκός.
- O kafés eínai polý glykós.
- The coffee is too sweet.
- Η Ελένη είναι πολύ χαρούμενη.
Derived terms
- χαίρω πολύ (chaíro polý, “pleased to meet you”)
- κατά πολύ (katá polý, “by far”)
- πάρα πολύ (pára polý, “a lot, very much”)
- λίγο πολύ (lígo polý, “more or less”)
- πολύ περισσότερο (polý perissótero, “much more”)
- το πολύ (to polý, “at the latest”)
- το πολύ πολύ (to polý polý, “at most”)