Definify.com
Definition 2024
Περουβιανός
Περουβιανός
See also: περουβιανός
Greek
Noun
Περουβιανός • (Perouvianós) m (plural Περουβιανοί, feminine Περουβιανή)
Declension
declension of Περουβιανός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Περουβιανός | Περουβιανοί |
genitive | Περουβιανού | Περουβιανών |
accusative | Περουβιανό | Περουβιανούς |
vocative | Περουβιανέ | Περουβιανοί |
Related terms
- see: Περού n (Peroú, “Peru”)
περουβιανός
περουβιανός
See also: Περουβιανός
Greek
Adjective
περουβιανός • (perouvianós) m (feminine περουβιανή, neuter περουβιανό)
Declension
positive forms of περουβιανός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περουβιανός | περουβιανή | περουβιανό | περουβιανοί | περουβιανές | περουβιανά |
genitive | περουβιανού | περουβιανής | περουβιανού | περουβιανών | περουβιανών | περουβιανών |
accusative | περουβιανό | περουβιανή | περουβιανό | περουβιανούς | περουβιανές | περουβιανά |
vocative | περουβιανέ | περουβιανή | περουβιανό | περουβιανοί | περουβιανές | περουβιανά |
Related terms
- see: Περού n (Peroú, “Peru”)