Definify.com

Definition 2024


περνιέμαι

περνιέμαι

Greek

Verb

περνιέμαι (perniémai) (simple past περάστηκα, passive form περνώ or περνάω, passive)

  1. be passed
    H κλωστή δεν περνιέται στη βελόνα.H klostí den perniétai sti velóna. ― The thread does not pass through the needle.
    Aυτός ο δρόμος δεν περνιέται το χειμώνα.Aytós o drómos den perniétai to cheimóna. ― This road is not passable in winter.

Conjugation