Definify.com
Definition 2024
περιοδικότητα
περιοδικότητα
Greek
Noun
περιοδικότητα • (periodikótita) f (uncountable)
Declension
Declension of περιοδικότητα (periodikótita)
singular | |
---|---|
nominative | περιοδικότητα |
genitive | περιοδικότητας |
accusative | περιοδικότητα |
vocative | περιοδικότητα |
External links
- περιοδικότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el