Definify.com
Definition 2024
περαστικός
περαστικός
Greek
Adjective
περαστικός • (perastikós) m (feminine περαστική, neuter περαστικό)
Declension
positive forms of περαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περαστικός | περαστική | περαστικό | περαστικοί | περαστικές | περαστικά |
genitive | περαστικού | περαστικής | περαστικού | περαστικών | περαστικών | περαστικών |
accusative | περαστικό | περαστική | περαστικό | περαστικούς | περαστικές | περαστικά |
vocative | περαστικέ | περαστική | περαστικό | περαστικοί | περαστικές | περαστικά |