Definify.com
Definition 2024
πεζοπορικός
πεζοπορικός
Greek
Adjective
πεζοπορικός • (pezoporikós) m (feminine πεζοπορική, neuter πεζοπορικό)
Declension
positive forms of πεζοπορικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πεζοπορικός | πεζοπορική | πεζοπορικό | πεζοπορικοί | πεζοπορικές | πεζοπορικά |
genitive | πεζοπορικού | πεζοπορικής | πεζοπορικού | πεζοπορικών | πεζοπορικών | πεζοπορικών |
accusative | πεζοπορικό | πεζοπορική | πεζοπορικό | πεζοπορικούς | πεζοπορικές | πεζοπορικά |
vocative | πεζοπορικέ | πεζοπορική | πεζοπορικό | πεζοπορικοί | πεζοπορικές | πεζοπορικά |