Definify.com
Definition 2024
παραχαϊδεύω
παραχαϊδεύω
Greek
Verb
παραχαϊδεύω • (parachaïdévo) (simple past παραχάιδεψα)
- caress, extendedly or for a long time
- (figuratively) pamper, mollycoddle, cosset
Conjugation
παραχαϊδεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | παραχαϊδεύω | παραχάιδευα | θα παραχαϊδεύω | να παραχαϊδεύω | |
2s | παραχαϊδεύεις | παραχάιδευες | θα παραχαϊδεύεις | να παραχαϊδεύεις | παραχάιδευε |
3s | παραχαϊδεύει | παραχάιδευε | θα παραχαϊδεύει | να παραχαϊδεύει | |
1p | παραχαϊδεύουμε, παραχαϊδεύομε | παραχαϊδεύαμε | θα παραχαϊδεύουμε, παραχαϊδεύομε | να παραχαϊδεύουμε, παραχαϊδεύομε | |
2p | παραχαϊδεύετε | παραχαϊδεύατε | θα παραχαϊδεύετε | να παραχαϊδεύετε | παραχαϊδεύετε |
3p | παραχαϊδεύουν, παραχαϊδεύουνε | παραχάιδευαν, παραχαϊδεύαν, παραχαϊδεύανε | θα παραχαϊδεύουν, παραχαϊδεύουνε | να παραχαϊδεύουν, παραχαϊδεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | παραχαϊδέψω | παραχάιδεψα | θα παραχαϊδέψω | να παραχαϊδέψω | |
2s | παραχαϊδέψεις | παραχάιδεψες | θα παραχαϊδέψεις | να παραχαϊδέψεις | παραχάιδεψε |
3s | παραχαϊδέψει | παραχάιδεψε | θα παραχαϊδέψει | να παραχαϊδέψει | |
1p | παραχαϊδέψουμε, παραχαϊδέψομε | παραχαϊδέψαμε | θα παραχαϊδέψουμε, παραχαϊδέψομε | να παραχαϊδέψουμε, παραχαϊδέψομε | |
2p | παραχαϊδέψετε | παραχαϊδέψατε | θα παραχαϊδέψετε | να παραχαϊδέψετε | παραχαϊδέψτε, παραχαϊδεύτε |
3p | παραχαϊδέψουν, παραχαϊδέψουνε | παραχάιδεψαν, παραχαϊδέψαν, παραχαϊδέψανε | θα παραχαϊδέψουν, παραχαϊδέψουνε | να παραχαϊδέψουν, παραχαϊδέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω παραχαϊδέψει | είχα παραχαϊδέψει | θα έχω παραχαϊδέψει | να έχω παραχαϊδέψει | |
2s | έχεις παραχαϊδέψει | είχες παραχαϊδέψει | θα έχεις παραχαϊδέψει | να έχεις παραχαϊδέψει | έχε παραχαϊδεμένο |
3s | έχει παραχαϊδέψει | είχε παραχαϊδέψει | θα έχει παραχαϊδέψει | να έχει παραχαϊδέψει | |
1p | έχουμε παραχαϊδέψει | είχαμε παραχαϊδέψει | θα έχουμε παραχαϊδέψει | να έχουμε παραχαϊδέψει | |
2p | έχετε παραχαϊδέψει | είχατε παραχαϊδέψει | θα έχετε παραχαϊδέψει | να έχετε παραχαϊδέψει | έχετε παραχαϊδεμένο |
3p | έχουν παραχαϊδέψει | είχαν παραχαϊδέψει | θα έχουν παραχαϊδέψει | να έχουν παραχαϊδέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραχαϊδεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραχαϊδεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραχαϊδεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραχαϊδεμένο | ||||
Participle: | παραχαϊδεύοντας | Non-finite ‡ | παραχαϊδέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||