Definify.com
Definition 2024
παραδοσιακός
παραδοσιακός
Greek
Adjective
παραδοσιακός • (paradosiakós) m (feminine παραδοσιακή, neuter παραδοσιακό)
Declension
positive forms of παραδοσιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παραδοσιακός | παραδοσιακή | παραδοσιακό | παραδοσιακοί | παραδοσιακές | παραδοσιακά |
genitive | παραδοσιακού | παραδοσιακής | παραδοσιακού | παραδοσιακών | παραδοσιακών | παραδοσιακών |
accusative | παραδοσιακό | παραδοσιακή | παραδοσιακό | παραδοσιακούς | παραδοσιακές | παραδοσιακά |
vocative | παραδοσιακέ | παραδοσιακή | παραδοσιακό | παραδοσιακοί | παραδοσιακές | παραδοσιακά |
Related terms
- παράδοση f (parádosi, “tradition, delivery”)