Definify.com
Definition 2024
παλιομοδίτικος
παλιομοδίτικος
Greek
Adjective
παλιομοδίτικος • (paliomodítikos) m (feminine παλιομοδίτικη, neuter παλιομοδίτικο)
- old-fashioned, outdated, out of fashion
Declension
positive forms of παλιομοδίτικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παλιομοδίτικος | παλιομοδίτικη | παλιομοδίτικο | παλιομοδίτικοι | παλιομοδίτικες | παλιομοδίτικα |
genitive | παλιομοδίτικου | παλιομοδίτικης | παλιομοδίτικου | παλιομοδίτικων | παλιομοδίτικων | παλιομοδίτικων |
accusative | παλιομοδίτικο | παλιομοδίτικη | παλιομοδίτικο | παλιομοδίτικους | παλιομοδίτικες | παλιομοδίτικα |
vocative | παλιομοδίτικε | παλιομοδίτικη | παλιομοδίτικο | παλιομοδίτικοι | παλιομοδίτικες | παλιομοδίτικα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παλιομοδίτικος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παλιομοδίτικος, etc.) |
Antonyms
- μοδάτος (modátos, “fashionable”)