Definify.com
Definition 2024
παιδιάστικος
παιδιάστικος
Greek
Adjective
παιδιάστικος • (paidiástikos) m (feminine παιδιάστικη, neuter παιδιάστικο)
Declension
positive forms of παιδιάστικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παιδιάστικος | παιδιάστικη | παιδιάστικο | παιδιάστικοι | παιδιάστικες | παιδιάστικα |
genitive | παιδιάστικου | παιδιάστικης | παιδιάστικου | παιδιάστικων | παιδιάστικων | παιδιάστικων |
accusative | παιδιάστικο | παιδιάστικη | παιδιάστικο | παιδιάστικους | παιδιάστικες | παιδιάστικα |
vocative | παιδιάστικε | παιδιάστικη | παιδιάστικο | παιδιάστικοι | παιδιάστικες | παιδιάστικα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παιδιάστικος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παιδιάστικος, etc.) |
Synonyms
- παιδικός (paidikós)
Related terms
- see: παιδί n (paidí, “child”)