Definify.com
Definition 2024
παζαρεύω
παζαρεύω
Greek
Verb
παζαρεύω • (pazarévo) (simple past παζάρεψα)
Conjugation
παζαρεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | παζαρεύω | παζάρευα | θα παζαρεύω | να παζαρεύω | |
2s | παζαρεύεις | παζάρευες | θα παζαρεύεις | να παζαρεύεις | παζάρευε |
3s | παζαρεύει | παζάρευε | θα παζαρεύει | να παζαρεύει | |
1p | παζαρεύουμε, παζαρεύομε | παζαρεύαμε | θα παζαρεύουμε, παζαρεύομε | να παζαρεύουμε, παζαρεύομε | |
2p | παζαρεύετε | παζαρεύατε | θα παζαρεύετε | να παζαρεύετε | παζαρεύετε |
3p | παζαρεύουν, παζαρεύουνε | παζάρευαν, παζαρεύαν, παζαρεύανε | θα παζαρεύουν, παζαρεύουνε | να παζαρεύουν, παζαρεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | παζαρέψω | παζάρεψα | θα παζαρέψω | να παζαρέψω | |
2s | παζαρέψεις | παζάρεψες | θα παζαρέψεις | να παζαρέψεις | παζάρεψε |
3s | παζαρέψει | παζάρεψε | θα παζαρέψει | να παζαρέψει | |
1p | παζαρέψουμε, παζαρέψομε | παζαρέψαμε | θα παζαρέψουμε, παζαρέψομε | να παζαρέψουμε, παζαρέψομε | |
2p | παζαρέψετε | παζαρέψατε | θα παζαρέψετε | να παζαρέψετε | παζαρέψτε, παζαρεύτε |
3p | παζαρέψουν, παζαρέψουνε | παζάρεψαν, παζαρέψαν, παζαρέψανε | θα παζαρέψουν, παζαρέψουνε | να παζαρέψουν, παζαρέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω παζαρέψει | είχα παζαρέψει | θα έχω παζαρέψει | να έχω παζαρέψει | |
2s | έχεις παζαρέψει | είχες παζαρέψει | θα έχεις παζαρέψει | να έχεις παζαρέψει | έχε παζαρεμένο |
3s | έχει παζαρέψει | είχε παζαρέψει | θα έχει παζαρέψει | να έχει παζαρέψει | |
1p | έχουμε παζαρέψει | είχαμε παζαρέψει | θα έχουμε παζαρέψει | να έχουμε παζαρέψει | |
2p | έχετε παζαρέψει | είχατε παζαρέψει | θα έχετε παζαρέψει | να έχετε παζαρέψει | έχετε παζαρεμένο |
3p | έχουν παζαρέψει | είχαν παζαρέψει | θα έχουν παζαρέψει | να έχουν παζαρέψει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παζαρεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παζαρεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παζαρεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παζαρεμένο | ||||
Participle: | παζαρεύοντας | Non-finite ‡ | παζαρέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||