Definify.com
Definition 2024
οπλισμένος
οπλισμένος
Greek
Adjective
οπλισμένος • (oplisménos) m (feminine οπλισμένη, neuter οπλισμένο)
Declension
positive forms of οπλισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οπλισμένος | οπλισμένη | οπλισμένο | οπλισμένοι | οπλισμένες | οπλισμένα |
genitive | οπλισμένου | οπλισμένης | οπλισμένου | οπλισμένων | οπλισμένων | οπλισμένων |
accusative | οπλισμένο | οπλισμένη | οπλισμένο | οπλισμένους | οπλισμένες | οπλισμένα |
vocative | οπλισμένε | οπλισμένη | οπλισμένο | οπλισμένοι | οπλισμένες | οπλισμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οπλισμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οπλισμένος, etc.) |
Related terms
- οπλισμένο σκυρόδεμα n (oplisméno skyródema, “reinforced concrete”)