Definify.com
Definition 2024
ονομάζω
ονομάζω
See also: ὀνομάζω
Greek
Verb
ονομάζω • (onomázo) (simple past ονόμασα, passive form ονομάζομαι)
Conjugation
ονομάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ονομάζω | ονόμαζα | θα ονομάζω | να ονομάζω | |
2s | ονομάζεις | ονόμαζες | θα ονομάζεις | να ονομάζεις | ονόμαζε |
3s | ονομάζει | ονόμαζε | θα ονομάζει | να ονομάζει | |
1p | ονομάζουμε, ονομάζομε | ονομάζαμε | θα ονομάζουμε, ονομάζομε | να ονομάζουμε, ονομάζομε | |
2p | ονομάζετε | ονομάζατε | θα ονομάζετε | να ονομάζετε | ονομάζετε |
3p | ονομάζουν, ονομάζουνε | ονόμαζαν, ονομάζαν, ονομάζανε | θα ονομάζουν, ονομάζουνε | να ονομάζουν, ονομάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ονομάσω | ονόμασα | θα ονομάσω | να ονομάσω | |
2s | ονομάσεις | ονόμασες | θα ονομάσεις | να ονομάσεις | ονόμασε |
3s | ονομάσει | ονόμασε | θα ονομάσει | να ονομάσει | |
1p | ονομάσουμε, ονομάσομε | ονομάσαμε | θα ονομάσουμε, ονομάσομε | να ονομάσουμε, ονομάσομε | |
2p | ονομάσετε | ονομάσατε | θα ονομάσετε | να ονομάσετε | ονομάστε |
3p | ονομάσουν, ονομάσουνε | ονόμασαν, ονομάσαν, ονομάσανε | θα ονομάσουν, ονομάσουνε | να ονομάσουν, ονομάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ονομάσει | είχα ονομάσει | θα έχω ονομάσει | να έχω ονομάσει | |
2s | έχεις ονομάσει | είχες ονομάσει | θα έχεις ονομάσει | να έχεις ονομάσει | έχε ονομασμένο |
3s | έχει ονομάσει | είχε ονομάσει | θα έχει ονομάσει | να έχει ονομάσει | |
1p | έχουμε ονομάσει | είχαμε ονομάσει | θα έχουμε ονομάσει | να έχουμε ονομάσει | |
2p | έχετε ονομάσει | είχατε ονομάσει | θα έχετε ονομάσει | να έχετε ονομάσει | έχετε ονομασμένο |
3p | έχουν ονομάσει | είχαν ονομάσει | θα έχουν ονομάσει | να έχουν ονομάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ονομασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ονομασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ονομασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ονομασμένο | ||||
Participle: | ονομάζοντας | Non-finite ‡ | ονομάσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- παρανομιάζω (paranomiázo, “to give a nickname”)
- and see: όνομα n (ónoma, “name”)