Definify.com
Definition 2024
ξεσκονίζω
ξεσκονίζω
Greek
Verb
ξεσκονίζω • (xeskonízo) (simple past ξεσκόνισα)
- dust, remove dust
- (figuratively) brush up, restudy, dust off, bone up
- Πρέπει να ξεσκονίσω λίγο τα αγγλικά μου. ― Prépei na xeskoníso lígo ta angliká mou. ― I have to brush up on my English.
- (figuratively) suck up to, flatter, brownnose
Conjugation
ξεσκονίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξεσκονίζω | ξεσκόνιζα | θα ξεσκονίζω | να ξεσκονίζω | |
2s | ξεσκονίζεις | ξεσκόνιζες | θα ξεσκονίζεις | να ξεσκονίζεις | ξεσκόνιζε |
3s | ξεσκονίζει | ξεσκόνιζε | θα ξεσκονίζει | να ξεσκονίζει | |
1p | ξεσκονίζουμε, ξεσκονίζομε | ξεσκονίζαμε | θα ξεσκονίζουμε, ξεσκονίζομε | να ξεσκονίζουμε, ξεσκονίζομε | |
2p | ξεσκονίζετε | ξεσκονίζατε | θα ξεσκονίζετε | να ξεσκονίζετε | ξεσκονίζετε |
3p | ξεσκονίζουν, ξεσκονίζουνε | ξεσκόνιζαν, ξεσκονίζαν, ξεσκονίζανε | θα ξεσκονίζουν, ξεσκονίζουνε | να ξεσκονίζουν, ξεσκονίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξεσκονίσω | ξεσκόνισα | θα ξεσκονίσω | να ξεσκονίσω | |
2s | ξεσκονίσεις | ξεσκόνισες | θα ξεσκονίσεις | να ξεσκονίσεις | ξεσκόνισε |
3s | ξεσκονίσει | ξεσκόνισε | θα ξεσκονίσει | να ξεσκονίσει | |
1p | ξεσκονίσουμε, ξεσκονίσομε | ξεσκονίσαμε | θα ξεσκονίσουμε, ξεσκονίσομε | να ξεσκονίσουμε, ξεσκονίσομε | |
2p | ξεσκονίσετε | ξεσκονίσατε | θα ξεσκονίσετε | να ξεσκονίσετε | ξεσκονίστε |
3p | ξεσκονίσουν, ξεσκονίσουνε | ξεσκόνισαν, ξεσκονίσαν, ξεσκονίσανε | θα ξεσκονίσουν, ξεσκονίσουνε | να ξεσκονίσουν, ξεσκονίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ξεσκονίσει | είχα ξεσκονίσει | θα έχω ξεσκονίσει | να έχω ξεσκονίσει | |
2s | έχεις ξεσκονίσει | είχες ξεσκονίσει | θα έχεις ξεσκονίσει | να έχεις ξεσκονίσει | |
3s | έχει ξεσκονίσει | είχε ξεσκονίσει | θα έχει ξεσκονίσει | να έχει ξεσκονίσει | |
1p | έχουμε ξεσκονίσει | είχαμε ξεσκονίσει | θα έχουμε ξεσκονίσει | να έχουμε ξεσκονίσει | |
2p | έχετε ξεσκονίσει | είχατε ξεσκονίσει | θα έχετε ξεσκονίσει | να έχετε ξεσκονίσει | |
3p | έχουν ξεσκονίσει | είχαν ξεσκονίσει | θα έχουν ξεσκονίσει | να έχουν ξεσκονίσει | |
Participle: | ξεσκονίζοντας | Non-finite ‡ | ξεσκονίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||