Definify.com
Definition 2024
ξεκωλώνω
ξεκωλώνω
Greek
Alternative forms
- ξεκωλιάζω (xekoliázo)
Verb
ξεκωλώνω • (xekolóno) (simple past ξεκώλωσα, passive form ξεκωλώνομαι)
- (transitive, colloquial, very vulgar) bugger, sodomize (especially violently or roughly)
- (transitive, colloquial, vulgar, figuratively) exhaust, tire, wear out
- Ο προϊστάμενός μας μας έχει ξεκωλώσει στη δουλειά. ― O proïstámenós mas mas échei xekolósei sti douleiá. ― Our manager has completely worn us out with work.
Conjugation
ξεκωλώνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξεκωλώνω | ξεκώλωνα | θα ξεκωλώνω | να ξεκωλώνω | |
2s | ξεκωλώνεις | ξεκώλωνες | θα ξεκωλώνεις | να ξεκωλώνεις | ξεκώλωνε |
3s | ξεκωλώνει | ξεκώλωνε | θα ξεκωλώνει | να ξεκωλώνει | |
1p | ξεκωλώνουμε, ξεκωλώνομε | ξεκωλώναμε | θα ξεκωλώνουμε, ξεκωλώνομε | να ξεκωλώνουμε, ξεκωλώνομε | |
2p | ξεκωλώνετε | ξεκωλώνατε | θα ξεκωλώνετε | να ξεκωλώνετε | ξεκωλώνετε |
3p | ξεκωλώνουν, ξεκωλώνουνε | ξεκώλωναν, ξεκωλώναν, ξεκωλώνανε | θα ξεκωλώνουν, ξεκωλώνουνε | να ξεκωλώνουν, ξεκωλώνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξεκωλώσω | ξεκώλωσα | θα ξεκωλώσω | να ξεκωλώσω | |
2s | ξεκωλώσεις | ξεκώλωσες | θα ξεκωλώσεις | να ξεκωλώσεις | ξεκώλωσε |
3s | ξεκωλώσει | ξεκώλωσε | θα ξεκωλώσει | να ξεκωλώσει | |
1p | ξεκωλώσουμε, ξεκωλώσομε | ξεκωλώσαμε | θα ξεκωλώσουμε, ξεκωλώσομε | να ξεκωλώσουμε, ξεκωλώσομε | |
2p | ξεκωλώσετε | ξεκωλώσατε | θα ξεκωλώσετε | να ξεκωλώσετε | ξεκωλώστε, ξεκωλώστε |
3p | ξεκωλώσουν, ξεκωλώσουνε | ξεκώλωσαν, ξεκωλώσαν, ξεκωλώσανε | θα ξεκωλώσουν, ξεκωλώσουνε | να ξεκωλώσουν, ξεκωλώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ξεκωλώσει | είχα ξεκωλώσει | θα έχω ξεκωλώσει | να έχω ξεκωλώσει | |
2s | έχεις ξεκωλώσει | είχες ξεκωλώσει | θα έχεις ξεκωλώσει | να έχεις ξεκωλώσει | έχε ξεκωλωμένο |
3s | έχει ξεκωλώσει | είχε ξεκωλώσει | θα έχει ξεκωλώσει | να έχει ξεκωλώσει | |
1p | έχουμε ξεκωλώσει | είχαμε ξεκωλώσει | θα έχουμε ξεκωλώσει | να έχουμε ξεκωλώσει | |
2p | έχετε ξεκωλώσει | είχατε ξεκωλώσει | θα έχετε ξεκωλώσει | να έχετε ξεκωλώσει | έχετε ξεκωλωμένο |
3p | έχουν ξεκωλώσει | είχαν ξεκωλώσει | θα έχουν ξεκωλώσει | να έχουν ξεκωλώσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεκωλωμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεκωλωμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεκωλωμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεκωλωμένο | ||||
Participle: | ξεκωλώνοντας | Non-finite ‡ | ξεκωλώσει | 3, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- (exhaust completely): εξαντλώ (exantló), ξεπατώνω (xepatóno)
Related terms
- ξέκωλος (xékolos, “scantily clad, bottomless”) (colloquial)
- ξεκωλιάρης m (xekoliáris, “very lucky person, jerk, dick”) (vulgar)
- ξεκωλιάρα f (xekoliára, “scantily dressed female, bitch”) (vulgar)