Definify.com
Definition 2024
νους
νους
See also: νοῦς
Greek
Noun
νους • (nous) m (plural νόες)
Declension
Declension of νους (nous)
Related terms
- κοινός νους (koinós nous, “common sense”)
- εγκέφαλος m (enkéfalos, “brain”)
νους • (nous) m (plural νόες)