Definify.com
Definition 2024
νοτιοανατολικός
νοτιοανατολικός
See also: νοτιοανατολικώς
Greek
Adjective
νοτιοανατολικός • (notioanatolikós) m (feminine νοτιοανατολική, neuter νοτιοανατολικό)
Declension
positive forms of νοτιοανατολικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νοτιοανατολικός | νοτιοανατολική | νοτιοανατολικό | νοτιοανατολικοί | νοτιοανατολικές | νοτιοανατολικά |
genitive | νοτιοανατολικού | νοτιοανατολικής | νοτιοανατολικού | νοτιοανατολικών | νοτιοανατολικών | νοτιοανατολικών |
accusative | νοτιοανατολικό | νοτιοανατολική | νοτιοανατολικό | νοτιοανατολικούς | νοτιοανατολικές | νοτιοανατολικά |
vocative | νοτιοανατολικέ | νοτιοανατολική | νοτιοανατολικό | νοτιοανατολικοί | νοτιοανατολικές | νοτιοανατολικά |
See also
- Appendix:Greek compass points