Definify.com
Definition 2024
νηστεύω
νηστεύω
Greek
Verb
νηστεύω • (nistévo) (simple past νήστεψα)
Conjugation
νηστεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | νηστεύω | νήστευα | θα νηστεύω | να νηστεύω | |
2s | νηστεύεις | νήστευες | θα νηστεύεις | να νηστεύεις | νήστευε |
3s | νηστεύει | νήστευε | θα νηστεύει | να νηστεύει | |
1p | νηστεύουμε, νηστεύομε | νηστεύαμε | θα νηστεύουμε, νηστεύομε | να νηστεύουμε, νηστεύομε | |
2p | νηστεύετε | νηστεύατε | θα νηστεύετε | να νηστεύετε | νηστεύετε |
3p | νηστεύουν, νηστεύουνε | νήστευαν, νηστεύαν, νηστεύανε | θα νηστεύουν, νηστεύουνε | να νηστεύουν, νηστεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | νηστεύσω | νήστευσα | θα νηστεύσω | να νηστεύσω | |
2s | νηστεύσεις | νήστευσες | θα νηστεύσεις | να νηστεύσεις | νήστευσε |
3s | νηστεύσει | νήστευσε | θα νηστεύσει | να νηστεύσει | |
1p | νηστεύσουμε, νηστεύσομε | νηστεύσαμε | θα νηστεύσουμε, νηστεύσομε | να νηστεύσουμε, νηστεύσομε | |
2p | νηστεύσετε | νηστεύσατε | θα νηστεύσετε | να νηστεύσετε | νηστεύστε, νηστεύτε |
3p | νηστεύσουν, νηστεύσουνε | νήστευσαν, νηστεύσαν, νηστεύσανε | θα νηστεύσουν, νηστεύσουνε | να νηστεύσουν, νηστεύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω νηστεύσει | είχα νηστεύσει | θα έχω νηστεύσει | να έχω νηστεύσει | |
2s | έχεις νηστεύσει | είχες νηστεύσει | θα έχεις νηστεύσει | να έχεις νηστεύσει | έχε νηστευμένο |
3s | έχει νηστεύσει | είχε νηστεύσει | θα έχει νηστεύσει | να έχει νηστεύσει | |
1p | έχουμε νηστεύσει | είχαμε νηστεύσει | θα έχουμε νηστεύσει | να έχουμε νηστεύσει | |
2p | έχετε νηστεύσει | είχατε νηστεύσει | θα έχετε νηστεύσει | να έχετε νηστεύσει | έχετε νηστευμένο |
3p | έχουν νηστεύσει | είχαν νηστεύσει | θα έχουν νηστεύσει | να έχουν νηστεύσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) νηστευμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) νηστευμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) νηστευμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) νηστευμένο | ||||
Participle: | νηστεύοντας | Non-finite ‡ | νηστεύσει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- νηστεία f (nisteía, “fast”)