Definify.com
Definition 2024
μόρφωση
μόρφωση
Greek
Noun
μόρφωση • (mórfosi) f (uncountable)
- education
- erudition, learning
- shaping, form
- Για τη μόρφωση άποψης έγινε αυτοψία. ― Gia ti mórfosi ápopsis égine aftopsía. ― To form a view an autopsy was performed.
Declension
Declension of μόρφωση (mórfosi)
Synonyms
- (shaping): διαμόρφωση f (diamórfosi)
- and see: εκπαίδευση f (ekpaídefsi, “education, schooling, etc”)