Definify.com
Definition 2024
μόνωση
μόνωση
Greek
Noun
μόνωση • (mónosi) f (plural μονώσεις)
Declension
declension of μόνωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μόνωση | μονώσεις |
genitive | μόνωσης / μονώσεως | μονώσεων |
accusative | μόνωση | μονώσεις |
vocative | μόνωση | μονώσεις |
Synonyms
- μονωτής m (monotís, “insulator”)
Derived terms
- απομόνωση f (apomónosi, “isolation”)
- ηλεκτρική μόνωση f (ilektrikí mónosi, “electrical insulation”)
- ηχητική μόνωση f (ichitikí mónosi, “acoustic insulation, soundproofing”)
- θερμική μόνωση f (thermikí mónosi, “heat insulation, thermal insulation, lagging”)
- μονωτικός (monotikós, “insulating”)