Definify.com
Definition 2025
απομόνωση
απομόνωση
Greek
Noun
απομόνωση • (apomónosi) f (plural απομονώσεις)
Declension
declension of απομόνωση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | απομόνωση | απομονώσεις |
| genitive | απομόνωσης / απομονώσεως | απομονώσεων |
| accusative | απομόνωση | απομονώσεις |
| vocative | απομόνωση | απομονώσεις |